Τετάρτη 25 Δεκεμβρίου 2013

"Μάρκος Μπότσαρης.."Ηρωικές μορφές του Αγώνα της Ανεξαρτησίας.

   Γράφει ο Γιάννης Δημάκης 

 Ο Μάρκος Μπότσαρης (1790 - 21 Αυγούστου 1823) ήταν στρατηγός και ήρωας της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 και καπετάνιος των Σουλιωτών.
Η μοναδική μορφή του, με αυτονόητη και στην περίπτωσή του, όπως σε όλους τους μεγάλους της ιστορίας, τη φυσική (γονιδιακή) δωρεά, σφυρηλατήθηκε στο προεπαναστατικό καμίνι των αγώνων του Σουλίου εναντίον των Οθωμανών και του Αλή Πασά, όπου ανάσανε από τα γεννοφάσκια του τη Σουλιώτικη ανδρεία, αλλά και σημαδεύτηκε ανεξίτηλα από την ανελέητη σφαγή των Μποτσαραίων απ’ τον πανούργο Αλή Πασά στο Σέλτσο, παίρνοντας εκεί το ματωμένο βάπτισμα του πυρός στα δεκατέσσερά του χρόνια. Για να αναδειχτεί, μετά τη δολοφονία του πατέρα του, πολύ νέος, στα εικοσιτρία του, σε άξιο αρχηγό της φάρας του και λίγο αργότερα σε ασύγκριτης ηγητορικής ποιότητας πρωτοκαπετάνιο της εθνεγερσίας του ’21.
Μπότσαρης


Επώνυμο μιας από τις σημαντικότερες οικογένειες του Σουλίου όπου εγκαταστάθηκαν τις πρώτες δεκαετίες του 17ου αιώνα Ως τόπος καταγωγής αναφέρεται το χωριό Δράγανη της Παραμυθιάς, ενώ, σύμφωνα με την οικογενειακή παράδοση, η φάρα κατάγεται από τα λείψανα της στρατιάς του Γεωργίου Καστριώτη (Σκεντέρμπεη).Η δράση της  οικογένειας είναι συνδεδεμένη με τους πολέμους των Σουλιωτών εναντίον του Αλή  Πασά των Ιωαννίνων και με τον Αγώνα της Ελληνικής Ανεξαρτησίας.


Τα πρώτα χρόνια...
      Γεννήθηκε στο Σούλι και ήταν ο δεύτερος γιος του Κίτσου Μπότσαρη, που ήταν μια από τις επιφανέστερες μορφές του Σουλίου.Στην εφηβική του ηλικία -μόλις 14 ετών- ο Μάρκος βίωσε τραυματικά τον αποδεκατισμό της «φάρας» του τον Απρίλιο 1804, στον «Σέλτσο» (Βυζαντινό Μοναστήρι σε απόκρημνη περιοχή στο ορεινό Ραδοβύζι της Αρτας), όπου κατέφυγαν διωκόμενοι οι Μποτσαραίοι μαζί με άλλες μικρότερες «φάρες» που τους ακολουθούσαν και όπου, ύστερα από ηρωική αντίσταση επί τέσσερις (4) μαρτυρικούς μήνες, απέναντι σε 10πλάσιες δυνάμεις Τουρκαλβανών, έγιναν ολοκαύτωμα στα τρομερά φαράγγια και τούς απροσπέλαστους γκρεμούς τού «Ασπροπόταμου» (Αχελώου).Από εκεί, διαφεύγοντας μόλις την αιχμαλωσία (κρυμμένος ο Μάρκος επί ημέρες με τον πατέρα του Κίτσο και εξήντα (60) περίπου διασωθέντες Μποτσαραίους και άλλους Σουλιώτες, σε απρόσιτη σπηλιά πάνω από τον αδιάβατο Αχελώο), κατόρθωσαν να διασωθούν από τα αποσπάσματα των Τουρκαλβανών πού τούς αναζητούσαν μανιωδώς και καθοδηγούμενοι από τούς ελάχιστους τοπικούς συμμαχητές τους να κρυφθούν και τέλος να φθάσουν στην Πάργα, όπου «ανταμώθηκαν» με τους υπόλοιπους Σουλιώτες και τους ελάχιστους επιζώντες συγγενείς τους.
Ωστόσο, από την Πάργα -κατά το ίδιο έτος 1804- οι διασωθέντες Σουλιώτες πέρασαν στην Κέρκυρα και τους Παξούς όπου εγκαταστάθηκαν και παρέμειναν για χρόνια, προσπαθώντας να επιβιώσουν και ν’ ανασυντάξουν τις δυνάμεις τους.Ιστορείται ότι, εκεί στην Κέρκυρα, ο Μάρκος Μπότσαρης, που είχε μάθει  γραφή και ανάγνωση στο Βουλγαρέλι της Αρτας (κατά το διάστημα των ετών 1800-1803), με την ενηλικίωσή του -το έτος 1808- κατατάχθηκε στα «Ναπολεόντεια» Γαλλικά στρατεύματα στο σώμα των Ηπειρωτών και Σουλιωτών που συγκρότησαν οι Γάλλοι, πού τότε είχαν ήδη καταλάβει τα Ιόνια νησιά.
    Στο Γαλλικό στρατό στα Εφτάνησα, όπου βρέθηκε, έσω και για λίγο, με τον πατέρα του μετά το μακελειό στο Σέλτσο. Εκεί ο ευφυέστατος Μάρκος διδάχτηκε τη σύγχρονη διεξαγωγή του πολέμου και την αναπόσπαστη σχέση της με την πολιτική στρατηγική, τη διπλωματία και την κατασκοπεία, πέραν των καθαρών πολεμικών στρατηγικών και τακτικών. Κατά ένα τρόπο διδάχτηκε τη σύγχρονη επαγγελματική διεξαγωγή του πολέμου και μπόλιασε με στοιχεία της τη βιωμένη Σουλιώτικη πολεμική εμπειρία, δημιουργώντας μια οιονεί «σχολή πολέμου», που γρήγορα τον ανέδειξε, με δεδομένη πάντοτε την παροιμιώδη γενναιότητά του, καθώς πολεμούσε πάντοτε μπροστά απ’ τα παλικάρια του, σε μακράν κορυφαίο, αναγνωρισμένο από φίλους και εχθρούς, πρωτοκαπετάνιο της εθνεγερσίας του ΄21. 
Στις πολεμικές επιχειρήσεις των Γαλλικών στρατευμάτων (υπό τον Στρατάρχη Μπερτιέ), εναντίον των Άγγλων, ο Μάρκος απέδειξε πολύ γρήγορα τα ηγετικά και πολεμικά του προσόντα, οι δε Γάλλοι εκτιμώντας τα, τον προήγαγαν -μόλις σε ηλικία 22 ετών- στον βαθμό τού Ταγματάρχη.
Την πρώιμη πολιτική εμπειρία του κατέγραψε ο Μάρκος σε σωζόμενη χειρόγραφη προκήρυξή του, όπου διορατικά επισημαίνει και «προειδοποιεί» :
«Όπου κυματίζει η Αγγλική σημαία, οι λαοί είναι δούλοι…».
Μετά την ήττα του Ναπολέοντα και την αποχώρηση των Γάλλων από τα Ιόνια νησιά κατά το έτος 1814, ο Μάρκος Μπότσαρης ιδιώτευσε στην Κέρκυρα, όπου και παντρεύτηκε με την Χρυσούλα, θυγατέρα του οπλαρχηγού Χριστάκη Καλόγερου  από την Πρέβεζα, με την οποία απέκτησε τον μοναχογιό του Δημήτρη και τρεις θυγατέρες, τη Βασιλική,την Αναστασία και την Αικατερίνη-Ρόζα (1822), αργότερα περίφημη σε όλη την Ευρώπη για την εξαίσια -αρχαιοελληνική- καλλονή της.
   Στα χρόνια μεταξύ 1818-1819, ο Μάρκος Μπότσαρης μυήθηκε (κατά πάσα πιθανότητα από τον Χριστόφορο Περραιβό), στη «Φιλική Εταιρεία» και έκτοτε πρέπει να προετοιμάζονταν «πάση δυνάμει» για όσα προέβλεπε ότι θα επακολουθούσαν,  αφού είχε «συλλάβει» την ιδέα να συντάξει «Λεξικό τής Ρωμαίικης και τής Αρβανίτικης», προφανώς διαβλέποντας από τότε την αναγκαιότητα γλωσσικής συνεννοήσεως και -εν συνεχεία- τη δυνατότητα στρατιωτικής συνεργασίας των Ηπειρωτών -Ελλήνων και Αλβανών από κοινού- εναντίον των Τούρκων.
(Το «λεξικό» αυτό διασώζεται μέχρι σήμερα στο πρωτότυπο στην Εθνική Βιβλιοθήκη των Παρισίων).
ΟΙ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ ΤΩΝ ΣΟΥΛΙΩΤΩΝ ΚΑΙ ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΜΕ ΤΟΝ ΑΛΗ...

   Τον Νοέμβριο του έτους 1820, ο Μάρκος μαζί με τον παλαίμαχο θείο του Νότη Μπότσαρη, επικεφαλής πολυαρίθμων Σουλιωτών κατέφθασαν έξω από τα πολιορκημένα Γιάννενα ως «σύμμαχοι» των Σουλτανικών στρατευμάτων εναντίον του παλαιού άσπονδου εχθρού τους Αλή-Πασά, αξιώνοντας ως αντάλλαγμα για την συμμαχία τους, την επιστροφή τους στο Σούλι.Το Σούλι έλεγχαν -τότε- στρατεύματα πιστά στον επικηρυγμένο Πασά των Ιωαννίνων, οχυρωμένα σε σειρά φρουρίων, περιμετρικών του Σουλιώτικου οροπεδίου αλλά και στην ίδια την «καρδιά» του, την δυσπρόσιτη «Κιάφα».
Επειδή όμως, οι Τούρκοι Πασάδες «κωλυσιεργούσαν» στην εκπλήρωση τής δεσμεύσεώς τους, ο Μάρκος επιδεικνύοντας καίρια διπλωματική οξυδέρκεια και εκμεταλλευόμενος προς όφελος των Σουλιωτών την εμφύλια διαμάχη των Οθωμανών, μετά από μυστικές επαφές με τον έγκλειστο στο κάστρο των Ιωαννίνων (και απελπισμένο από τις -εις βάρος του- στρατιωτικές εξελίξεις…), Αλή-Πασά, άλλαξε τολμηρά στρατόπεδο με πολύτιμο αντάλλαγμα, την παραδοχή από τον Αλή, της άμεσης επανεγκατάστασης των Σουλιωτών στο Σούλι.(Κατά εκπληκτική χρονολογική σύμπτωση την 12η Δεκεμβρίου 1820, δηλαδή, ακριβώς δέκα επτά (17) χρόνια μετά την τραγική «έξοδό» τους από εκεί, την 12η Δεκεμβρίου 1803 !!!)».
   Ο ιστορικός Κων/νος Βακαλόπουλος, στο μνημειώδες βιβλίο του, «ΗΠΕΙΡΟΣ» (Εκδόσεις Αφών Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1992, σελ. 230 επ.), γράφει Διατηρώντας στο εξής ίσες αποστάσεις, τόσο απέναντι στην «Πύλη» όσο και απέναντι στον Αλή-Πασά, οι Σουλιώτες επέτυχαν, με την μέθοδο αναζήτησης ανταλλαγμάτων, να τους παραδοθεί και  το οχυρό φρούριο  τής Κιάφας (Απρίλιος 1821), γεγονός ιδιαίτερης σημασίας για τους  μελλοντικούς  αγώνες  τους...» «Παρά τα τεράστια προβλήματα που αντιμετώπιζαν λόγω του ασφυκτικού τουρκικού κλοιού και του -από τους Αγγλους-ναυτικού αποκλεισμού των Ηπειρωτικών παραλίων ως τον Αμβρακικό, καθώς και της κατοχής  της Πάργας και της περιοχής της Τσαμουριάς, οι Σουλιώτες πέτυχαν να σταθμίσουν τα οφέλη από την διαπάλη της «Πύλης» και του Αλή-πασά και -με αξιοθαύμαστη οξυδέρκεια και διορατικότητα- ν’ αξιοποιήσουν άριστα την εσωτερική κρίση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Ουσιαστικά εκείνοι ήσαν οι πρώτοι που έδωσαν το έναυσμα για τον αγώνα της  εθνεγερσίας…» «Την διοίκηση του Σουλίου ανέλαβε 8μελές συμβούλιο από εκπροσώπους των επιφανέστερων οικογενειών, με πρόεδρο τον Νότη Μπότσαρη και γενικό στρατιωτικό αρχηγό τον Μάρκο Μπότσαρη».
 «Από αυτή την ημερομηνία, την 12η Δεκεμβρίου 1820, που οι Σουλιώτες, μυημένοι στην Φιλική Εταιρεία, πολεμούν τα Σουλτανικά στρατεύματα, αρχίζει πραγματικά η Ελληνική Επανάσταση...»
    Η επανα-κατάληψη τού Σουλίου την 12η Δεκεμβρίου 1820, μετά από συνθήκες των Σουλιωτών ηγετών Νότη και Μάρκου Μπότσαρη -οι οποίοι ήσαν ήδη ορκισμένα μέλη της «Φιλικής Εταιρείας», επομένως και συνειδότες της επιδιωκόμενης παλιγγενεσίας, με τον πολιορκημένο στα Γιάννενα, Αλή-Πασά και (συνακόλουθα), η «επίσημη» κήρυξη πολέμου από τους Σουλιώτες κατά των Σουλτανικών στρατευμάτων, είναι η πραγματική έναρξη της μεγάλης Επαναστάσεως των Ελλήνων για την απελευθέρωσή τους από τον αβάστακτο και μακραίωνο Τουρκικό ζυγό.  
Και όντως, οι πολεμικοί αγώνες των Σουλιωτών στην συγκεκριμένη περίοδο, από την επανεγκατάστασή τους στο πάτριο οροπέδιο (το οποίο είχαν αναγκασθεί να εγκαταλείψουν υπό δραματικές συνθήκες λιμοκτονίας τον Δεκέμβριο τού έτους 1803), δ ε ν είχαν μ ό ν ο την συμβολική σημασία της απελευθερώσεως των πρώτων Ελληνικών εδαφών και της -έκτοτε- αναγκαίας υπερασπίσεώς τους.Από στρατηγική έποψη εμπεριείχαν και την -μέσω αυτής- πολύ σπουδαιότερη σημασία της «αγκιστρώσεως» σημαντικότατων Σουλτανικών δυνάμεων στην Ηπειρο, για όσο περισσότερο χρόνο αυτό ήταν κατορθωτό.
    Και τούτο διότι, οι τεράστιες εκείνες στρατιωτικές δυνάμεις των Τούρκων και των Μoυσουλμάνων Αλβανών μισθοφόρων τους, οι οποίες είχαν συγκεντρωθεί στο βαθύπεδο των Ιωαννίνων και στις γύρω -στρατιωτικά σημαντικές- περιοχές τής Ηπείρου, με στόχο την συντριβή της ανταρσίας του αποστάτη της «Υψηλής Πύλης», του διαβόητου Αλή-Πασά (μετά τον «εγκλωβισμό» του στο κάστρο των Ιωαννίνων μέχρι και την δολοφονία του, την 21η Ιανουαρίου 1822), θα ήσαν πλέον διαθέσιμες  να «καταπνίξουν» την Ελληνική επανάσταση στα ίδια τα επαναστατικά «κέντρα» της, δηλαδή την Πελοπόννησο και τη Στερεά Ελλάδα.
    Το ότι αυτή, η επιδιωκόμενη από τους Τούρκους -βάσει επιμελημένου από   το Σουλτανικό Επιτελείο, στρατηγικού σχεδίου ολέθρια δε για την Ελληνική επανάσταση, «εφιαλτική» εξέλιξη  δ ε ν  συνέβη, οφείλεται κατά κύριο λόγο στους αδιάκοπους αγώνες, την απίστευτη πολεμική δράση και την -ενσυνείδητα πατριωτική- αυτοθυσία των Σουλιωτών. 
Πράγματι, οι Σουλιώτες, γνωρίζοντας τα συγκεκριμένα πεδία των δράσεών τους «σαν την παλάμη τους» και μαχόμενοι αδιάκοπα «νυχθημερόν» επί 22 μήνες, δεν άφησαν τα Σουλτανικά στρατεύματα να «πάρουν ανάσα», είτε επιτιθέμενοι στα στρατόπεδά τους, είτε αποκλείοντας» τα «περάσματα» και αιφνιδιάζοντας τις εφοδιοπομπές τους, είτε αιχμαλωτίζοντας και εξοντώνοντας φρουρές ολόκληρες, έφεραν τούς Τούρκους ηγήτορες -Ισμαήλ Πασόμπεη και Χουρσίτ Πασά- κυριολεκτικά σε απόγνωση και απελπισία. Επισημαίνουμε ότι, τα γεγονότα εκείνα άρχισαν και εξελίχθηκαν στα ιστορικά εδάφη τής Ηπείρου γύρω από τό Σουλιωτικό οροπέδιο, ΠΡΙΝ ΣΥΜΒΕΙ η παραμικρή επαναστατική ενέργεια σε οποιοδήποτε άλλο σημείο τού υπόδουλου Ελλαδικού χώρου αλλά και -στη συνέχεια- αδιάκοπα και παράλληλα με τούς επαναστατικούς αγώνες των λοιπών Ελλήνων στην Πελοπόννησο, στη Ρούμελη, στη Μακεδονία, στα νησιά τούυΑιγαίου, στην Κρήτη και όπου αλλού οι σκλαβωμένοι «Γραικοί» ή «Ρωμιοί» έσπασαν τις αλυσίδες τους.
Η ελληνοαλβανική συμμαχία …

     Τότε λοιπόν, με την ολοκλήρωση της επανεγκατάστασης των Σουλιωτών στα γνώριμα «λημέρια» τους και παράλληλα με την προσπάθεια οργανώσεως των συμπατριωτών του για μακροχρόνιο πόλεμο, ο Μάρκος (συνεπικουρούμενος από το  θείο του Νότη Μπότσαρη και άλλους αρχηγούς από τις πλέον σημαντικές «φάρες», όπως τους : Ζυγούρη Τζαβέλα, Γιωργάκη Δράκο, Λάμπρο Βέϊκο, Τούσα Ζέρβα, Γιώτη Νταγκλή, Θανάση Φωτομάρα, Γιάννη Κουτσονίκα κ.λπ.), συνέστησε αντιτουρκική συμμαχία με τους επιφανείς Μουσουλμάνους Αλβανούς οπλαρχηγούς :  Αγο Βασιάρη, Ταχήρ Αμπάζη, Ελμάζ Μέτζο Μπόνο, Σουλεϊμάν Μέτο και Αγο Μουχαρδάρη, οι οποίοι ήσαν οι επικεφαλής των -μέχρι τότε- πιστών στον Αλή-Πασά, Αλβανικών στρατιωτικών δυνάμεων.
Η συμμαχία εκείνη, η οποία επισημοποιήθηκε τον Σεπτέμβριο του 1821 με την συμμετοχή των κυριότερων Αρτινών και Ακαρνάνων οπλαρχηγών, προέβλεπε την συγκέντρωση όλων σχεδόν των επαναστατικών δυνάμεων της Δυτ. Ελλάδος στο Κομπότι και στο Πέτα και τον συντονισμό της δράσεώς τους με τους Σουλιώτες και τους Αλβανούς συμμάχους τους, με άμεσο στόχο την  οργάνωση της πολιορκίας και καταλήψεως της Αρτας.
     Μάλιστα, στα τέλη Οκτωβρίου του 1821 πραγματοποιήθηκε στο κεφαλοχώρι Πέτα γενική συνέλευση οπλαρχηγών (Σουλιωτών, Αλβανών και Ελλήνων της Αρτας και της Ακαρνανίας), όπου επαναβεβαιώθηκε ο «ακατάλυτος δεσμός»  τους στον κοινό αγώνα κατά των Οθωμανών δυναστών.Δυστυχώς, το γεγονός της επισημοποίησης της συμμαχίας, προκάλεσε τη δυσφορία ορισμένων «στενόμυαλων» πολιτικών και -κυρίως- του  υπερφίαλου «Φαναριώτη» Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου, οι οποίοι ενεργώντας «εν σχεδίω» δεν άργησαν να την σαμποτάρουν και -τελικά- σε συνάρτηση προς άλλους αρνητικούς παράγοντες, να την  διαλύσουν. (…)  
    Ωστόσο, σ’ εκείνη την γενική συνέλευση των Ελλήνων και Αλβανών συμμάχων οπλαρχηγών / πολεμιστών, στην οποία πρωτοστάτησε ο Μάρκος Μπότσαρης, συμμετείχαν από την πλευρά των Ελλήνων οι επιφανείς οπλαρχηγοί : Γώγος Μπακόλας, Γεώργιος Βαρνακιώτης, Αλέξης Βλαχόπουλος, Γεώργιος Καραϊσκάκης, Γιάννης Μακρυγιάννης, Ανδρέας Ισκου, Γιαννάκης και Μήτρος Κοτελίδας και άλλοι λιγώτερο γνωστοί όπως οι : Πεσλής, Γιολδασαίοι, Κώστας Οικονόμου, Γεώργιος Κοσσυβάκης, Αναγνώστης Λαβδαριάς και άλλοι, οι οποίοι είχαν ήδη στο επαναστατικό «ενεργητικό» τους τις σημαντικές μάχες και νίκες της «Λαγκάδας» και του «Σταυρού» Θεοδωριάνων.
   Στην ενότητα της  εν λόγω συμμαχίας συνετέλεσε καταλυτικά η πρωτοβουλία-χειρονομία τού Μάρκου να συμφιλιωθεί με τον Γώγο Μπακόλα, ο οποίος ήταν ο ηθικός αυτουργός της δολοφονίας τού πατέρα του, Κίτσου Μπότσαρη.Αντίθετα από τα συνήθως συμβαίνοντα, δεν τον οδήγησε σε αντεκδικητικό μίσος, αλλά, αιρόμενος στο ύψος των εθνικών περιστάσεων και  συμπεριφερόμενος με συγχωρητική εθνική φρόνηση αληθινού ηγέτη, έφτασε στο σημείο να ασπαστεί, «δια την αγάπην της πατρίδος», τον Γώγο Μπακόλα, φυσικό αυτουργό της δολοφονίας, διδάσκοντας άλλα ήθη στο αναγεννώμενο έθνος μας. Θέλει πολύ μεγάλη καρδιά μια τέτοια συμφιλιωτική υπέρβαση και απόλυτη αφοσίωση στο υπέρτατο αξιακό πρόταγμα της εθνεγερσίας που την υπαγόρευσε. Κι αυτό μόνο ένας Μάρκος Μπότσαρης, με το αξεπέραστο ήθος του, μπορούσε να το κάνει.
Η πολιορκία τής Αρτας ...

Ο ιστορικός Κ.Βακαλόπουλος, στό βιβλίο του «ΗΠΕΙΡΟΣ», γράφει :«Η πολιορκία της Αρτας ξεκίνησε στα μέσα Νοεμβρίου 1821. Υπήρξε ένας ανελέητος και φονικός αγώνας, μια τρομερή αντιπαράθεση μεταξύ 4.000 επιτιθεμένων Ελλήνων και Αλβανών, απέναντι σε 12.000 αμυνόμενους Τούρκους, κατά την οποία οι Σουλιώτες έδειξαν για μια ακόμη φορά την απαράμιλλη αυτοθυσία τους και, αφού εξουδετέρωσαν την αντίσταση των Τούρκων, τούς υποχρέωσαν να περιοριστούν στο κάστρο τής Αρτας…». 
     Ολες οι ιστορικές πηγές συμφωνούν ότι, η στρατηγική δεινότητα και η αεικίνητη δράση του Μάρκου Μπότσαρη στον πολύμηνο αυτόν πόλεμο (από το Δεκέμβριο 1820 μέχρι τον Σεπτέμβριο 1822), ο -υπολογισμένα- «τρελλός» ηρωϊσμός του, η άφθαστη πολεμική τακτική του, τα ιδιοφυή στρατιωτικά τεχνάσματά του και οι τεράστιες απώλειες που προκάλεσε στους Τούρκους η ακατάπαυστη δράση του, «εκτόξευσαν» την φήμη του ως στρατιωτικού ηγέτη και η επαναστατημένη Ελλάδα «πληροφορήθηκε» ότι, είχε ήδη τον πολέμαρχό της.Αλλά και οι Αλβανοί σύμμαχοί του απέδιδαν στον Μάρκο πρωτοφανή σεβασμό και εκτίμηση και δεν αμφισβητούσαν την πρωτοκαθεδρία του στις -κοινές- πολεμικές επιχειρήσεις τους κατά των Τούρκων.Δυστυχώς για την Επανάσταση (αλλά και τις μακροπρόθεσμες -μέχρι και σήμερα- ΕλληνοΑλβανικές σχέσεις…), εκείνη η πολύτιμη στρατιωτική συμμαχία πού εμπνεύσθηκε ο Μάρκος Μπότσαρης και αναβίωνε -σε κρίσιμες στιγμές για τον αντιΤουρκικό αγώνα- , διαλύθηκε με αφορμή μια σειρά «ανόητων» αλλά και -πρόδηλα- υποβολιμαίων ενεργειών.
    Στις μόλις απελεύθερες περιοχές της Δυτικής Ελλάδος, υστερόβουλοι Δεσποτάδες και φανατισμένοι καλόγεροι προέτρεψαν (άλλως δεν φρόντισαν να αποτρέψουν…), τους «μεθυσμένους» από τις πρώτες πολεμικές επιτυχίες επαναστατημένους Ελληνες, να συλήσουν και να καταστρέψουν Μουσουλμανικά τζαμιά. (Πολλά μάλιστα, τα μετέτρεψαν ακόμη και σε σταύλους…)Ακόμη χειρότερο -ασφαλώς δε προσχεδιασμένο- γεγονός ήταν τα αιματηρά έκτροπα που συνέβησαν τότε εις βάρος άοπλων Μουσουλμάνων Αλβανών.
Ο ιστορικός Κων/νος Βακαλόπουλος αναφερόμενος στα θλιβερά εκείνα συμβάντα, γράφει :«Η ελληνοαλβανική συμμαχία ….κατέρρευσε έπειτα από το αιματηρό γεγονός της σφαγής Αλβανών αμάχων, εκ μέρους εκείνων οι οποίοι   αντιτάσσονταν στην ελληνοαλβανική πολεμική σύμπραξη.»
  Σε κάθε περίπτωση, τα απαράδεκτα εκείνα γεγονότα διαπίστωσε ο απεσταλμένος των Αλβανών συμμάχων του Μάρκου Μπότσαρη, ο παλαίμαχος οπλαρχηγός Ταχήρ Αμπάζης, πού είχε συμμετάσχει σε αποστολή κοινής Ελληνο-Αλβανικής επιτροπής στο Μεσολόγγι και επιστρέφοντας εξοργισμένος, ενημέρωσε τους ομοφύλους και ομοθρήσκους του οι οποίοι, μαζί με τούς Σουλιώτες συμμάχους τους, πολιορκούσαν την Τουρκοκρατούμενη Αρτα.Ολοι μαζί τότε, οι Αλβανοί οπλαρχηγοί εύλογα «μένεα πνέοντες», αποφάσισαν να διαλύσουν την ΕλληνοΑλβανική συμμαχία. Πιστοί όμως στην «μπέσα» πού είχαν δώσει (Αλβανικός «λόγος τιμής» για ανακωχή) και έντιμα φερόμενοι, ενημέρωσαν τους Νότη και Μάρκο Μπότσαρη να σπεύσουν ν’ απομακρυνθούν διότι, από εκείνη την στιγμή, θα λογίζονταν αντίπαλοι.Η εξέλιξη αυτή υπήρξε μεγάλο δυστύχημα διότι, εκείνοι οι «σκληροτράχηλοι» Μουσουλμάνοι πολεμιστές, αναίτια προσβεβλημένοι στην θρησκευτική τους πίστη, την προέταξαν έναντι της εθνικοφυλετικής -Ηπειρωτικής- συγγενείας χάριν της οποίας είχαν συμμαχήσει εγκάρδια με τους Σουλιώτες και, στερούμενοι πλέον ιδεολογικού κινήτρου, επανήλθαν -εκόντες, άκοντες- στην προηγούμενη συνήθη κατάστασή τους, ως επαγγελματιών μισθοφόρων των Οθωμανών αυθεντών τους.
   Εκτοτε οι Ελληνες «τους βρήκαν μπροστά τους» στις περισσότερες μάχες,  καθ’ όλη την διάρκεια της  Επαναστάσεως, «ματώνοντας» αμοιβαία μέχρις αποδεκατισμού, προς μεγάλη ικανοποίηση των Τούρκων αλλά και των διαφόρων «χαρτογιακάδων» και «Φαναριωτών» που εξυπηρετούσαν τα διαιρετικά σχέδια των Ευρωπαϊκών μεγάλων δυνάμεων της εποχής. (Αγγλίας, Αυστρίας των Αψβούργων, Γαλλίας των Βουρβώνων και Ρωσίας των Τσάρων…)
Συνέχιση του Επαναστατικού αγώνα.

   Ωστόσο, οι ακάματοι Σουλιώτες -παρά την απροόπτη και δυσάρεστη εκείνη εξέλιξη- δεν δίστασαν να συνεχίσουν σχεδόν μόνοι τους το βαρύ επαναστατικό έργο που είχαν αναλάβει και οι μάχες εναντίον των Σουλτανικών στρατευμάτων αλλά και -δυστυχώς- κατά των πρώην συμμάχων τους, των Μουσουλμάνων Αλβανών μισθοφόρων, συνεχίστηκαν ακατάπαυστες. Θα  αρκούσε η απαρίθμηση και μόνο των ιστορικών Ηπειρωτικών τοποθεσιών, όπου οι λιγοστοί αλλά «φρενιασμένοι» Σουλιώτες, υπό την απαράμιλλη ηγεσία τού Μάρκου Μπότσαρη, έγραψαν μοναδικές σελίδες ασύγκριτων ηρωϊσμών, για να γίνει αντιληπτή η πολεμική/επαναστατική εποποιία τους και το μέγιστο όφελος για την Ελληνική Επανάσταση της  «παγιδεύσεως» εκεί, γύρω από το Σούλι, τεράστιων Τουρκικών στρατιωτικών δυνάμεων.Ας τις μνημονεύσουμε :
Στους Κουμτζιάδες (όπου αιφνιδίασαν και διέλυσαν μεγάλη Τουρκική εφοδιοπομπή),
στα «Πέντε Πηγάδια» (όπου ο Μάρκος με τετρακόσιους Σουλιώτες, παρέσυρε σε ενέδρα και συνέτριψε δύναμη τεσσάρων έως πέντε χιλιάδων Τούρκων),
στην Ρηνιάσα (όπου κατέλαβε με αιφνιδιασμό και χωρίς απώλειες  το ομώνυμο φρούριο),
στο χωριό Βαργιάδες (εκδιώκοντας άμεσα τους Τούρκους που το είχαν καταλάβει),
στους Δραμεσούς (όπου αντιμετώπισε δύο χιλιάδες «Γενιτσάρους» και τους διέλυσε),
στην Πλάκα (όπου έτρεψε σε φυγή μεγάλο Τουρκικό στρατιωτικό σώμα.) 
Εν συνεχεία δε και πάλι στους Βαργιάδες (όπου ο Μάρκος αντιμετώπισε και καταδίωξε μέχρι τα Γιάννενα δύο χιλιάδες Τούρκους),
πάλι στους Κουμτζιάδες, όπου με ενέδρα αντιμετώπισε τον Χασάν πασά της Αρτας, επερχόμενο με χίλιους «Ντελήδες» (ιππείς) και πολλαπλάσιους πεζούς Τούρκους, αποτρέποντας τον εφοδιασμό του Τουρκικού στρατοπέδου στα Γιάννενα
και ακόμη στην Μπογόρτσα, στην Ολύτσικα, στα Πλάγια, στα Λέλοβα, στην πολιορκία της Αρτας και στο Κομπότι.
  Σ’ αυτή την τελευταία μάχη στο Κομπότι, εναντίον ισχυρού Τουρκικού σώματος ιππικού, περιγράφεται ότι :«Ο Μάρκος Μπότσαρης εις την μάχην αυτήν ηνδραγάθησε τόσον, ώστε, όταν ηθέλησε μετά την μάχην να αποθέση την αιμοσταγή σπάθην του, παρετήρησαν ότι η παλάμη του είχε κολλήσει από το αίμα εις την λαβήν της…». (Φ.Πουκεβίλ : «Ιστορία τής Ελληνικής Επαναστάσεως»,  Εκδόσεις  «ΜΑΤΙ».)
   Ο Απόστολος Δασκαλάκης, Καθηγητής τού Πανεπιστημίου Αθηνών, σε ομιλία του κατά το έτος 1973 («Μνήμη Σουλίου», Εκδόσεις «ΟΙ ΦΙΛΟΙ ΤΟΥ ΣΟΥΛΙΟΥ», Αθήναι 1978), κατέθεσε ότι :«Αι καταπληκτικαί αυταί, εντός ελαχίστου σχετικώς χρονικού διαστήματος, επιτυχίαι του Μάρκου, οφειλόμεναι όχι μόνον εις την απαράμιλλον γενναιότητά του αλλά και εις το στρατηγικόν του δαιμόνιον, την οργάνωσιν κατασκοπευτικού δικτύου των κινήσεων τού εχθρού, το ακούραστον και αεικίνητον των δυνάμεών του και τας, μετά κυκλωτικών κινήσεων, θυελλώδεις αιφνιδιαστικάς επιθέσεις, είχον κινήσει τον θαυμασμόν όλων των   εν επαναστάσει Ελλήνων αλλά και τον τρόμον των Τούρκων.»
    Είναι μοναδικής ιστορικής αξίας τα γεγονότα των πολυήμερων πολεμικών επιχειρήσεων (από 16ης Μαϊου μέχρι 2ας Ιουνίου 1822), κατά τις οποίες οι ηγήτορες των Σουλτανικών δυνάμεων, Χουρσίτ Πασάς και Ομέρ Βρυώνης, επικεφαλής τριών «φαλάγγων» Τουρκαλβανικών στρατευμάτων, συνολικής δυνάμεως -περίπου- 12.000 ανδρών, εξοπλισμένων ακόμη και με κανόνια, επιτέθηκαν με σφοδρότητα εναντίον του Σουλιώτικου οροπεδίου.Γνώριζαν την απουσία τού Μάρκου Μπότσαρη, που βρίσκονταν στο Ελληνικό στρατόπεδο τού Κομποτίου και ήσαν αποφασισμένοι να «ξεμπερδεύουν μια και καλή» με τούς Σουλιώτες, ώστε να μπορέσουν να ξεκινήσουν την εκστρατεία τους στην νοτιοδυτική Στερεά Ελλάδα και εν συνεχεία στην Πελοπόννησο, όπως προέβλεπε το στρατηγικό σχέδιο του Σουλτανικού επιτελείου.Το «ΤΙ» συνέβη στον πόλεμο εκείνο, που αντιμετωπίστηκε από πλευράς Σουλιωτών μόνο με 600 (…) Σουλιώτικα ντουφέκια και σπαθιά, μας το διηγούνται σε επιστολή τους, οι ίδιοι οι …«δράστες» τής Τουρκικής πανωλεθρίας, για να γίνει αντιληπτή από κάθε έναν έστω και αδαή περί τα πολεμικά πόσο ανεκτίμητη   υπήρξε η Σουλιώτικη «συνεισφορά αίματος», σ’ εκείνους τους πρώτους κρίσιμους αγώνες της Ελληνικής επαναστάσεως. 
«Φιλογενέστατε αδελφέ μας Καπετάν Μάρκο, αδελφικώς σέ ασπαζόμεθα. 1822  Ιουνίου  6, Κάστρον Κιάφας.
 «Σάς ειδοποιούμεν γιά τά τρέχοντα από εδώ. Η ορμή τού εχθρού εστάθηκεν εις τάς αρχάς τολμηρή και μέ βίαν μεγάλην, όπού εστοχάσθησαν μέ τρείς, μέ τέσσαρας ημέρας, νά τελειώσουν τό έργον τους.Ο Θεός μάς εφώτισε … και εμάσαμεν και ημείς τήν δύναμίν μας όλην εις τήν Κιάφα, και τούς αντιστάθημεν μέ στήθος και τούς εκάμαμεν νά χάσουν τήν ελπίδα όπού εστοχάζοντο. Κοντά εις αυτά εμοιράσθησαν και έπιασαν τούς τόπους ολοτρίγυρα μέ τά μισώρια.».«…Επί πλέον έκαμαν ένα τερτίπι ο Χουρσίτ πασάς μέ τόν Ομέρ πασά και μέ τόν Αγον είς τάς 29 Μαίου, τήν Δευτέραν πρίν ξημερώση είς τάς ώρας τής νυκτός, και παίρνουν από όλα τά στρατεύματα τους εκλεκτούς ως έξη χιλιάδας και ο ίδιος Ομέρ πασάς μέ τόν Αγον, και ερρίφθηκαν επάνω μας νά μάς πάρουν τόν Αβαρίκον και τό νερόν, και μέ τόσον άχτι οπού μάς εβάρεσαν δύο και τρείς φοραίς τά  ταμπούρια μέ τά χέρια.»«…Εβαστάξαμεν τόν πόλεμον όλην τήν ημέραν, και ταίς δύο ώραις τής νυκτός τούς ερριφθήκαμεν επάνω τους, ή νά χαθώμεν όλοι ή νά τούς εβγάλωμεν, και τόσην απορροπήν τούς έδωσεν ο Θεός, οπού δέν είδαν ένας τόν άλλον πού έκαμεν, οπού ολίγον έλειψεν νά πιάσωμεν και τόν Ομέρ Πασά ζωντανόν και τόν Αγον…»«…Εικοσιμίαν ώρας ο πόλεμος έγινεν ακατάπαυστος, κοντά απ’ αυτό τούς εβγάλαμεν από τήν Σαμονίβα μέ μεγάλην τρομάραν τους και τούς ερρίξαμεν από τά βράχια κάτω, και εσκοτώθησαν εις τούς κρημνούς οι περισσότεροι παρά από τά τουφέκια…»«Όλα αυτά εστάθησαν διά νυκτός, από τήν πρώτην ημέραν οπού ήλθαν  οι εχθροί έως τήν σήμερον γίνεται πόλεμος ακατάπαυστος, μέρα-νύκτα, ξεχωριστά μέ τόπια και κουμπαράδες…».«Λοιπόν αδέλφια μή χάσετε τόν καιρόν, ότι πολλά πράγματα μάς στενο-χωρούν, όπού οι άνθρωποί μας σάς τά παρασταίνουν εις  πλάτος…».«Τό ασκέρι οπού είναι τριγύρω μας όλον, καθώς στοχαζόμεθα, ως δέκα  χιλιάδες νά είναι...». «Μένομεν εις τήν αδελφικήν  αγάπην.» (Υπογραφαί) : Ο πατήρ σου Νότης Μπότζαρης, Ζυγούρης Τζαβέλας, Τούσιας Ζέρβας, Νασόφιος Γουμάρας».Η εκπληκτική αυτή επιστολή-πολεμική ανταπόκριση εμπεριέχεται στό βιβλίο τού Δημητρίου Καρατζένη : «Η ΠΡΟΣ ΗΠΕΙΡΟΝ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ ΤΟ 1822» - Αθήνα 1980)
   Ο Νότης Μπότσαρης αναγνωρίζονταν ως ο σεβάσμιος «Νέστορας» των Σουλιωτικών δυνάμεων και βέβαια, υπήρξε πολύτιμος «επιτελικός» σύμβουλος του πολέμαρχου ανηψιού του Μάρκου, στον οποίο και απευθύνεται υπογράφοντας την παραπάνω επιστολή, με την «τρυφερή» υπόμνηση της -προς εκείνον- ιδιαίτερης στοργής του : «Ο πατήρ σου»..
Κατά την συγκεκριμένη χρονική περίοδο που περιγράφουμε, ο γέρο-Νότης έχει μείνει στο Σούλι ως πολέμαρχος «στο πόδι» του Μάρκου (ο οποίος -όπως προείπαμε- βρίσκονταν στο εκστρατευτικό Ελληνικό στρατόπεδο του Κομποτίου) και όπως αποδεικνύεται από την εκπληκτική επιστολή που παραθέτουμε, «καλά κρατεί».Ωστόσο, για τις μάχες εκείνων των ημερών διασώθηκε και μία ακόμη αποκαλυπτική επιστολή -αναφορά -των μαχομένων νυχθημερόν (υπό τον Νότη Μπότσαρη), Σουλιωτών, όπου περιγράφονται με αδρότητα, φοβερά συμβάντα του -τότε- πολέμου αλλά και η καίρια συμβολή σ’αυτά των γυναικών τού Σουλίου.
«Από τινος χρόνου οι άπιστοι φαίνονται φοβούμενοι να πλησιάσουν τα όρη μας, η δέ ποσότης των φονευθέντων παρ’ ημών βαρβάρων εν σχέσει πρός τό ολιγάριθμον τών δυνάμεών μας είναι απίστευτος».«Αι γυναίκες ημών, αίτινες είναι ωπλισμέναι μόνον διά σφενδόνης, εφόνευσαν αρκετάς εκατοστύας εξ’ αυτών. Τό σύνταγμά των εσχάτως ηχμαλώτισε Τούρκους εβδομήκοντα δύο, τούς οποίους, οδηγήσασαι εις Κιάφαν, άπαντας απεκεφάλισαν χωρίς ούτε έναν εξ’ αυτών νά δυνηθώμεν  ν’αποσπάσωμεν εκ τών χειρών των...».«Τά παλληκάρια μας αφ’ ετέρου, μέγαν συνέλαβον αριθμόν Τούρκων αλλά και ολμοβόλων και οβίδων μετά τεσσάρων κανονίων εκστρατείας.Τοιαύτα είναι τά κυριώτερα συμβεβηκότα τά, από 20 μέχρι 30 Ιουνίου,  διατρέξαντα...  Κιάφα τήν 3η Ιουλίου 1822.»(Δημητρίου Καρατζένη : «Η ΠΡΟΣ ΗΠΕΙΡΟΝ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ ΤΟ 1822» - Αθήνα 1980) 
     Όμως, εκείνη η αδιάκοπη πάλη των Σουλιωτών ως προκεχωρημένης εμπροσθοφυλακής των επαναστατικών Ελληνικών δυνάμεων, διεξάγονταν παράλληλα και εκτός των ορίων του Σουλίου, είναι δε μοναδική σε ύφος η περιγραφή -από τον Γάλλο διπλωμάτη και συγγραφέα Πουκεβίλ- της μάχης προς κατάληψη της Αρτας, τον Νοέμβριο τού έτους 1821.Εκεί, οι πεζοί Σουλιώτες έχοντας απέναντί τους πολυάριθμο Τουρκικό ιππικό, πέρασαν τον Αραχθο ποταμό με επικεφαλής τόν Μάρκο Μπότσαρη, ιππεύοντας ή κρατώντας ο καθένας από την …ουρά ένα βουβάλι από τα άφθονα κοπάδια που έβοσκαν τότε στις όχθες τού ποταμού και επετέθησαν στους κατάπληκτους Τούρκους ιππείς, τα άλογα των οποίων αφηνίασαν και τους παρέσυραν σε άτακτη φυγή !!!I
Ιδού η περιγραφή αυτής της πρωτοφανούς «βουβαλοϊππομαχίας» από την «Ιστορία της Αναγεννήσεως της Ελλάδος», F.Pouqueville, Eκδ. ΜΑΤΙ, σελ.193):
(Ο Μάρκος) «…διατάσσει παλληκάρια τινά αυτού νά ωθήσωσιν έμπροσθεν αυτών αγέλην βουβάλων, ήν είχεν συναθροίσει επί τούτω και ρίπτεται εντός τού ποταμού, κραυγάσας όπως ακολουθήσωσιν  αυτόν...». «Πάντες ρίπτονται εις τά ρείθρα τού Ινάχου (Αράχθου) και τό στράτευμα αυτού, τό δέ κολυμβών τό δέ ανηρτημένον επί τών βουβάλων..., εξέρχεται από τήν υψηλήν όχθην τού χωρίου Μαρέτι...».«Ωθούντες τούς βουβάλους οι Σουλιώται, οίς έπονται, ανά χείρας τήν σπάθην κραδαίνοντες διασχίζουσι τό εχθρικόν ιππικόν, όπερ ετράπη εις φυγήν εκ τών ωθήσεων τών ζώων εκείνων, άτινα αι πληγαί και ο φοβερός  κρότος  τών  πυροβόλων  όλως  εξηγρίωσαν...».

   Από την ίδια μάχη περιγράφεται το εκπληκτικό προσωπικό κατόρθωμα τούυφημισμένουΑθανασίου -«Τούσα»- Δ.Μπότσαρη (πρωτοξάδελφου του Μάρκου, έπεσε μαχόμενος με τον Καραισκάκη στο Φάληρο στις 22 Απριλίου του 1827.), ο οποίος εισέβαλε ολομόναχος σε ένα «πυργόσπιτο» όπου ήσαν οχυρωμένοι πολυάριθμοι Τουρκαλβανοί, οι οποίοι στην «θέα του» και στο άκουσμα της εισβολής του, «πηδούσαν» απ’ τα παράθυρα για να μγν τον αντιμετωπίσουν !!!Την επομένη ημέρα, οι Αλβανοί αρχηγοί έστειλαν αγγελιοφόρο στον Μάρκο και ζήτησαν -«μπέσα για μπέσα»- να τους επισκεφθεί ο Τούσας στο στρατόπεδό τους γιατί ήθελαν να τον γνωρίσουν από κοντά. Θαρραλέα εκείνος τους επισκέφθηκε και εκείνοι, καμαρώνοντας το λεβέντικο παράστημά του, τον γέμισαν πολύτιμα δώρα, προσφορά στην παλληκαριά του!!!

Φωτογραφία από http://m-diamantopoulou.blogspot.gr/2013/04/blog-post_10.html
   Αλλά βέβαια εκείνες οι μάχες ενάντια στα Σουλτανικά στρατεύματα ήσαν αλλεπάλληλες και δόθηκαν σε κάθε καίριο και σημαντικό σημείο γύρω από το Σουλιώτικο οροπέδιο, το «ζωσμένο» ασφυκτικά από μεγάλες Τουρκαλβανικές δυνάμεις που μάταια προσπαθούσαν να κάμψουν την αντοχή και την μαχητικότητα των Σουλιωτών του Μάρκου Μπότσαρη, οι οποίοι ρίχνονταν στις μάχες τραγουδώντας τον πολεμικό θούριο του εθνεγέρτη Ρήγα Φεραίου.Οι Σουλιώτες τον ακολουθούσαν «τυφλά» και -ίσως για πρώτη και μοναδική φορά- δεν υπήρξε αμφισβήτηση της γενικής αρχηγίας του από τις άλλες «φάρες», αφού και οι πολυαριθμότεροι -μετά τον αποδεκατισμό των Μποτσαραίων στον «Σέλτσο»- Τζαβελαίοι, δέν προέβαλλαν αξιώσεις ηγεσίας προ του Μάρκου.Την εποχή εκείνη, οι Σουλιώτες αποτελούσαν ακόμη -τουλάχιστον μέχρι τα τέλη   του έτους 1821- τον μόνο εμπειροπόλεμο και οργανωμένο «πυρήνα» των Ελληνικών στρατευμάτων της Επαναστάσεως.

Ο ΗΡΩΙΣΜΟΣ ΣΤΟ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙ...1η πολιορκία  (Οκτώβριος-Δεκέμβριος 1822)

Σ’ αυτούς τους κρίσιμους επαναστατικούς αγώνες, τόσο κατά την διάρκεια της πολιορκίας του  Αλή - Πασά μέχρι την αποχώρηση από το Σούλι (Δεκέμβριος 1820 - Σεπτέμβριος 1822) και από τον Οκτώβριο 1822 μέχρι τον ένδοξο θάνατό του, το μήνα Αύγουστο 1823, η ηγετική παρουσία και η συμβολή του Μάρκου Μπότσαρη στην Επανάσταση, υπήρξε καταλυτική και ανεκτίμητη.Κατ’ αρχήν, πρέπει να επισημανθεί ότι, η πολεμική φήμη του Μάρκου ήταν ήδη τέτοια, ώστε σχεδόν από μόνη της απέτρεψε την κατάληψη του Μεσολογγίου κατά την 1η πολιορκία του (Οκτώβριος-Δεκέμβριος 1822), όταν η ηρωϊκή πόλη -η μεγαλύτερη στην Δυτική Ελλάδα, με 5.000 περίπου μόνιμους κατοίκους αλλά και πολλούς πρόσφυγες- ήταν ουσιαστικά ανοχύρωτη και στρατιωτικά ανυπεράσπιστη.Η πρόωρη κατάληψή της τότε, θά «σηματοδοτούσε» την εδραίωση των Τούρκων στην Δυτική Ελλάδα, τον στεργιανό και θαλάσσιο αποκλεισμό του Πατραϊκού-Κορινθιακού κόλπου και την ευχερή διακίνηση στρατιωτικών Τουρκαλβανικών δυνάμεων προς τον μαχόμενο Μωριά, με πασίδηλες καταστροφικές συνέπειες για την Ελληνική Επανάσταση, πού είχε αρχίσει να «στεριώνει» μόλις τότε.

   Ενώ λοιπόν, ανήσυχοι οι κάτοικοι του Μεσολογγίου πληροφορούνταν την προσέγγιση σημαντικών Σουλτανικών δυνάμεων από την πλευρά τού Αγρινίου και έστελναν εναγώνιες επιστολές στους «γύρωθεν» οπλαρχηγούς να σπεύσουν για βοήθεια, μέσα στο Μεσολόγγι δεν υπήρχαν παρά ολιγάριθμοι ένοπλοι (περίπου 300-350 άνδρες υπό τους Μεσολογγίτες οπλαρχηγούς Θανάση και Γιάννη Ραζηκότσικα) αλλά και χιλιάδες άοπλοι με τα γυναικόπαιδα.Οταν δε το αναμενόμενο εχθρικό στράτευμα, δηλαδή 7.000 εμπειροπόλεμοι Αλβανοί μισθοφόροι υπό τον ικανότατο Πασά Ομέρ-Βρυώνη (άλλος Αρβανίτης εξωμότης αυτός…) και ακόμη 3.000 Τούρκοι υπό τον Ρεσίτ-Πασά «Κιουταχή», διαθέτοντας και πυροβόλα, στρατοπέδευσαν ανενόχλητοι στον κάμπο του Μεσολογγίου την 25η Οκτωβρίου 1822, η κατάληψή του φαινόταν βεβαία.Εκείνες τις δύσκολες ώρες διασπώντας την εχθρική πλαγιοφυλακή στο Κεφαλόβρυσο του Αιτωλικού, έφθασε στο Μεσολόγγι ως «από μηχανής Θεός» ο Μάρκος Μπότσαρης και η είδηση του ερχομού του, πέρα από την ελπίδα πού έφερε στους πολιορκημένους Ελληνες, προκάλεσε έντονο προβληματισμό στην ηγεσία τών Τουρκαλβανών και ανέστειλλε την επικείμενη άμεση επίθεσή τους.Αντιλαμβανόμενος ο Μάρκος την απελπιστική θέση των Ελλήνων άρχισε αμέσως παρελκυστικές διπλωματικές επαφές και συνομιλίες με τούς γνώριμούς του από την προηγηθείσα συμμαχία- Τουρκαλβανούς ηγέτες, ενώ παράλληλα κήρυξε «πανστρατιά εργασίας» των Μεσολογγιτών, προκειμένου να ολοκληρωθεί το πρόχειρο χωμάτινο τείχος και το προστατευτικό χαντάκι του. (Αυτό ήταν όλο κι όλο το …«κάστρο» του Μεσολογγίου σ’ εκείνη την αποφασιστική, για την εξέλιξη της Επαναστάσεως, πολιορκία του.)
Τα όπλα του Μπότσαρη που βρίσκονται στο Στρατιωτικό Μουσείο στο Παρίσι.
Τα όπλα του Μπότσαρη που βρίσκονται στο Στρατιωτικό Μουσείο στο Παρίσι.

   Ανήξεροι οι Τουρκαλβανοί πασάδες για τις πραγματικές στρατιωτικές δυνάμεις των έγκλειστων Ελλήνων αλλά γνωρίζοντας καλά την πολεμική αξία του ηγέτη που θα αντιμετώπιζαν, παρασύρθηκαν από τον Μάρκο σε πολυήμερες «μυστικές» διαπραγματεύσεις, ελπίζοντας σε μια συμφωνημένη παράδοση της πόλεως ώστε ν’ αποφύγουν τις σημαντικές απώλειες που διέβλεπαν ότι θα είχαν σε περίπτωση καταλήψεώς της «εξ’ εφόδου», με τούς φοβερούς Σουλιώτες απέναντί τους.Κατεπλάγησαν όμως δυσάρεστα όταν, ο Μάρκος Μπότσαρης, διαπιστώνοντας ότι τα οχυρωματικά έργα ήσαν ήδη αξιόμαχα και επί πλέον, είχαν καταφθάσει σημαντικές ενισχύσεις, διέκοψε τις διαπραγματεύσεις και προκάλεσε τούς Τούρκους : «…νά λάβουν τά κλειδιά τής πόλεως τού Μεσολογγίου, πού τά είχε κρεμασμένα στίς κάννες τών Σουλιώτικων καρυοφυλλιών»!!!Πράγματι, στις 10-11 Νοεμβρίου 1822, (7) Υδραίικα και (4) Σπετσιώτικα πλοία, με στόλαρχο τόν Υδραίο Γιακουμή Τομπάζη, είχαν διασπάσει τον από θαλάσσης- Τουρκικό κλοιό και αποβίβασαν στο Μεσολόγγι 1500 Πελοποννήσιους επαναστάτες, με συνέπεια η φρουρά της πόλεως να είναι πλέον ικανή ν’ αντιπαρατεθεί στις Τουρκαλβανικές επιθέσεις.
  Οι διαδοχικές επιθέσεις που εξαπέλυσαν τότε οι οργισμένοι Τουρκαλβανοί, αποκρούσθηκαν με τεράστιες απώλειές τους από τα φονικά Ελληνικά πυρά.Οταν δέεσυνετρίβη και η δόλια σχεδιασμένη (για την νύχτα των Χριστουγέννων του 1822), γενική επίθεσή τους, επακολούθησε η εσπευσμένη διάλυση του στρατοπέδου τους, η έντρομη φυγή τους και εν τέλει, η εκατόμβη τους στα θολά νερά του «κατεβασμένου» Αχελώου ποταμού
   Πολύ αργότερα πληροφορήθηκαν οι «μετά βίας» διασωθέντες τότε Τουρκαλβανοί ότι, εκείνα τα φοβερά Σουλιωτοπαίδια που είχε υπό τις διαταγές του ο δαιμόνιος Μάρκος και «σκιάχτηκαν» νά τούς επιτεθούν ήσαν όλα κι όλα τριανταπέντε (35) !!!Εκτοτε, η μορφή του Μάρκου Μπότσαρη κυριαρχεί στις στρατιωτικές επιχειρήσεις των επαναστατημένων Ελλήνων και η φήμη του ως ηγήτορα και ιδιαίτερης σε χαρακτήρα και συμπεριφορά ανθρώπινης προσωπικότητος, αποκτά ευρύτερες έως και διεθνείς διαστάσεις.Ολοι θέλουν να τον γνωρίσουν από κοντά. Ευρωπαίοι στρατιωτικοί και άνθρωποι του πνεύματος τον επισκέπτονται και έκθαμβοι διαλαλούν και γράφουν με ενθουσιασμό για την σπάνια προσωπικότητα και την ασίγαστη πολεμική δράση του.Είναι γνωστό ότι, ο Μάρκος, παρά την ηλικία του ( όταν σκοτώθηκε τον Αύγουστο 1823, ήταν μόνον 33 ετών…), είχε νηφαλιότητα σκέψης και την θυμοσοφία ανδρών ώριμης ηλικίας.Εχει καταγραφεί σημαντικός αριθμός αποφθεγμάτων του σχετικών με σημαντικά θέματα, όπως λ.χ. της εννοίας και της σημασίας του πολέμου, των πολεμικών τακτικών, της ανδρείας, της φιλοτιμίας και της ανιδιοτέλειας, της πολιτικής, τής διπλωματίας, των αξιών της ζωής και άλλων πολλών.
Ο τραγικός θρίαμβος στο Κεφαλόβρυσο.

    Επιβάλλεται εδώ να αναλογιστούμε  ότι, εκείνος ο σπάνιος άνθρωπος και ηγέτης επιτέλεσε τα καταπληκτικά ανδραγαθήματά του στον πρώτο χρόνο της Επαναστάσεως, υπό το αβάσταχτο άγχος τής πιθανής, ανά πάσα στιγμή, αναγγελίας εξοντώσεως της αιχμάλωτης οικογένειάς του και όμως δεν ανέστειλε ούτε μια ημέρα την θυελλώδη επαναστατική δράση του !!!
Στα μέσα του 1823, με την Επανάσταση να έχει τεθεί εν κινδύνω, καθώς ο Μοριάς σπαράσσεται από τον εμφύλιο κι η Ρούμελη υποφέρει απ’ τις αντιζηλίες των οπλαρχηγών.
 Η μεγαλοσύνη τού Μάρκου Μπότσαρη ως στρατιωτικού ηγέτη κορυφαίας αξίας, «επικυρώθηκε» τις παραμονές του θανάτου του, εν όψει της επελαύνουσας (από τον «Ασπροπόταμο» προς το Καρπενήσι και με προφανή στόχο το Μεσολόγγι), μεγάλης Τουρκαλβανικής στρατιάς 14-15.000 ανδρών υπό τον «Μουσταή» Πασά της Σκόδρας, όταν «συνέλαβε» την μεγαλοφυή στρατηγική έμπνευση να την προσβάλλει με νυχτερινό αιφνιδιασμό εν όσω αυτή ήταν ακόμη σε πορεία και σχετικά «ανυποψίαστη», εφ’ όσον ήταν ακόμη πολύ μακρυά από τον αντικειμενικό της στόχο. (Στρατηγική υψηλής διανοίας, άξια να διδάσκεται σε στρατιωτικές Ακαδημίες…)
Ενώ ο Μουσταή Πασάς επελαύνει με μεγάλες δυνάμεις στη Δυτική Στερεά, ο πρωτοκαπετάνιος, του αγώνα Μάρκος Μπότσαρης δίνει ως φυσικός ηγέτης του εγερμένου έθνους μοναδικό μάθημα ήθους, απ’ αυτά που διαμορφώνουν τους αξιακούς κώδικες των λαών.Πρέπει να σημειώσουμε ότι, εν όψει των ραγδαίων επαναστατικών εξελίξεων η Επαναστατική Κυβέρνηση είχε αναθέσει επίσημα στον Μάρκο Μπότσαρη την «Στρατηγία» για όλη τη Δυτική Ελλάδα. 
Ο Μάρκος Μπότσαρης Αποχαιρετά την οικογένεια του. Λαϊκή λιθογραφία.
Ο Μάρκος Μπότσαρης Αποχαιρετά την οικογένεια του. Λαϊκή λιθογραφία.
Φωτογραφία από http://paidio.blogspot.gr/2011/01/blog-post_14.html

   Έχοντας διοριστεί στρατηγός Δυτικής Ελλάδος και βλέποντας να θεριεύουν οι φθόνοι για αξιώματα και να προσφέρονται για κατευνασμό πληθωριστικά διπλώματα στρατηγίας, συγκέντρωσε τους Σουλιώτες συμπολεμιστές του κι ύστερα από μια μνημειώδη ενωτική και πατριωτική ομιλία, σήκωσε ψηλά το δίπλωμα του Στρατηγού, το φίλησε, το ακούμπησε στο μέτωπό του και το ξέσχισε μπροστά τους λέγοντας:
«Εγώ, αδέρφια μου, δεν ζήτησα βαθμούς από τη Διοίκηση, ούτε αρχηγός διορίστηκα. Βαθμός μου χορηγήθηκε…Αλλά για να σας αποδείξω ότι είμαι πολύ μακριά του να έχω σκοπούς φιλαυτίας και εγωισμού, και ότι είμαι ο Μάρκος εκείνος που είδατε πάντοτε στο πλευρό σας μαχόμενο, ιδού ενώπιόν σας σχίζω το δίπλωμα της στρατηγίας και σας ορκίζομαι πως άλλο αξίωμα δεν θέλω, ειμή εκείνο που είχαν οι προπάτορές μου και εσείς οι ίδιοι έχετε… Ιδού ο εχθρός μας περιμένει. Στο πεδίο της μάχης να δοξάσουμε και να τιμήσουμε τον γενναιότερο. Όποιος είναι άξιος, να έρθει αύριο μαζί μου και θα λάβει τι δίπλωμα απ’ τον Σκόδρα – Πασά, που έρχεται να μας ματασκλαβώσει». 
 Είναι  καταγεγραμμένο ότι, μετά από την καταλυτική εκείνη «δημηγορία» του Μάρκου, οι διχόνοιες μεταξύ των «διαγκωνιζομένων» Ελλήνων οπλαρχηγών καταλάγιασαν άμεσα.  (Τουλάχιστον προσωρινά…).
Ετσι,ο Μάρκος σχεδίασε, διοργάνωσε και διεξήγαγε, με τη στρατηγηματική παρατολμία του και την απλησίαστη ανδρεία του, την καθ’ όλα περίτεχνη νυχτομαχία του Κεφαλόβρυσου Ευρυτανίας, ηγούμενος 350 Σουλιωτών και  χιλίων περίπου πολεμιστών από την Ρούμελη,αλλά μόνον με έναν συμμαχητή απ’ τους άλλους οπλαρχηγούς , τον επίσης Σουλιώτη Κίτσο Τζαβέλα.
Το μικρό αυτό  εκστρατευτικό σώμα, υπό την ηγεσία του Μάρκου Μπότσαρη και κινούμενο νυχθημερόν, πέρασε από το Μοναστήρι του Προυσσού όπου «γιατροπορεύονταν» ο Καραϊσκάκης και εκεί συναντήθηκαν για τελευταία φορά εκείνοι οι δύο κορυφαίοι ήρωες…
Για  την πορεία εκείνη του  υπό τον Μάρκο εκστρατευτικού σώματος των Σουλιωτών (και λοιπών Ελλήνων), υπάρχει μία καταπληκτική περιγραφή από τον F.Pouqueviile στο βιβλίο του «Ιστορία της Αναγεννήσεως της Ελλάδος», η οποία -πλην των άλλων- επιβεβαιώνει την ακέραια διατήρηση αρχαιοελληνικών ηθών και εθίμων των επαναστατημένων Ελλήνων δια μέσου των αιώνων...Πρόκειται για την «προετοιμασία» των γενναίων εκείνων πολεμιστών εν όψει της βεβαιότητός τους ότι εβάδιζαν για μια φονική σύγκρουση με τους εχθρούς.Ιδού, ας τους θαυμάσουμε και ας υπερηφανευθούμε γι’ αυτούς γιατί υπήρξαν οι άμεσοι πρόγονοί μας:
«Συμφώνως πρός τό εξ αμνημονεύτου χρόνου έθος τών πολεμικών τής Ελλάδος τέκνων, ο Μάρκος Μπότσαρης παρεσκευάσθη εις μάχην εορτάζων μετά τών στρατιωτών του διά συμποσίου, εν τώ οποίω προσέφερε σπονδάς».«…Εκαστος πολεμιστής εκαθαρίσθη από παντός ρύπου λουόμενος εις τά ύδατα του Καμπύσου ποταμού όστις χύνεται εντός του Αχελώου και αφού επιμελώς εκτένισαν τάς κυματοειδείς κόμας των, ενδυθέντες τά ωραιότερα ενδύματά των και στεφανωθέντες μέ άνθη, συναθροίσθησαν πρό τού πολεμάρχου των, όπως ακούσωσι τάς αποφάσεις αυτού…».
   (Είναι ταυτόσημη η -εν έτει 480π.Χ.- περιγραφή της προετοιμασίας των αρχαίων Σπαρτιατών πολεμιστών προ της μάχης των Θερμοπυλών, την οποία έκπληκτοι παρακολουθούσαν οι ανιχνευτές των Περσών και δεν πίστευαν   στα μάτια τους…)Ωστόσο, μετά από την στάθμευση εκείνη, το εκστρατευτικό σώμα του Μάρκου συνέχισε την πορεία του και με το «σούρουπο», έφθασε πλησίον του «Μικρού Χωριού» της Ευρυτανίας, απ’ όπου οι Ελληνες πολεμιστές αντίκρυσαν τις φωτιές από το στρατόπεδο των Τουρκαλβανών, στην κοιλάδα που εκτείνεται στα «κράσπεδα» του Καρπενησίου και κατά μήκος του Καρπενησιώτικου ποταμού.
Θα πρέπει εδώ να σημειώσουμε ότι, το στρατηγικό σχέδιο του Μάρκου   Μπότσαρη για την αντιμετώπιση εκείνης της τεράστιας για τα αριθμητικά δεδομένα των Ελληνικών δυνάμεων Τουρκαλβανικής στρατιάς, είχε αρχίσει να εκτελείται ήδη από ημέρες πριν.Πράγματι, όπως ιστορείται, σε όλη την διαδρομή της δια μέσου των οροσειρών των Αγράφων , κατόπιν διαταγών του Μάρκου, ευέλικτα επαναστατικά σώματα υπό τους οπλαρχηγούς Δημήτρη Μακρή, Νικόλα Στορνάρη, Γρηγόρη Λιακατά,    Δήμο Γουβέλη, Γιολδασαίους και άλλους τοπικούς καπεταναίους, παρενοχλούσαν ακατάπαυστα τους Τουρκαλβανούς με φονικές ενέδρες και νυκτερινές επιδρομές.
Ο θάνατος του Μάρκου Μπότσαρη
Πίνακας από τον Ludovico Lipparini, που βρίσκεται στο μουσείο της Τεργέστης στην Ιταλία
Ο θάνατος του Μάρκου Μπότσαρη Πίνακας από τον Ludovico Lipparini, που βρίσκεται στο μουσείο της Τεργέστης στην Ιταλία

    Αυτή η ευφυής στρατηγική του Μάρκου είχε ως αποτέλεσμα να «χαλαρώσει»  η συνοχή της εχθρικής στρατιάς, αφού έπρεπε να αποσπώνται συνεχώς πλαγιοφυλακές και οπισθοφυλακές για την προστασία των εφοδιοπομπών της και προς καταδίωξη των επιδρομικών Ελληνικών σωμάτων, εν τέλει δε να φθάσει στο σημείο της κύριας ενέδρας -στο Κεφαλόβρυσο Καρπενησίου- σχετικά «αδυνατισμένη» η προπορευόμενη «κεφαλή» της, αποτελούμενη από 7 έως 8 χιλιάδες πολεμιστές με επικεφαλής τους Τζελαλεδίν Πασά, Σαφέρ-Πασά και (τον πρώην σύμμαχο των Σουλιωτών), τον Αγο Βασιάρη.Αξίζει να εκθέσουμε εδώ ότι, η πολυάριθμη εκείνη στρατιά αποτελούνταν από τις πιο αξιόμαχες μισθοφορικές Αλβανικές δυνάμεις πού έδρασαν -τότε- στήν υπηρεσία των Τούρκων.
    Τα όσα είπε ο Μάρκος Μπότσαρης στο τελευταίο στρατιωτικό συμβούλιο, παρουσία του ασθενούντος Καραϊσκάκη,(ο οποίος  τον ενίσχυσε με ορισμένους πολεμιστές , αλλά  ο ίδιος δεν τον ακολούθησε διότι βαριά άρρωστος από φυματίωση και μετακινούμενος πάνω σε ένα ξυλοκρέβατο, αναγκάστηκε να αποσυρθεί στο μοναστήρι του Προυσού για νοσηλεία)λίγο πριν από την ένδοξη και μοιραία μάχη στο Κεφαλόβρυσο, όπως την περιέσωσε ο Γαζής και στην οποία αποτυπώνεται μοναδικά το μεγαλείο του ανδρός: «Αδελφοί στρατιώται, οι εχθροί μας είναι πολυάριθμοι… Συστάδην λοιπόν να τους πολεμήσωμεν είναι αδύνατον και πολλά επικίνδυνον εις ημάς. Η ειδική μου γνώμη είναι να τους πολεμήσωμεν δια τινος τολμηρού, ανηκούστου και εις αυτούς απροειδοποίητου στρατηγήματος. Ήγουν να επιπέσωμεν νυκτός εις αυτούς, ανετοίμους όντας και ξεθαρρευμένους. Με τούτο ή επιτυχαίνομεν ευτυχίαν του σχεδίου μας ή γινόμεθα θύματα εις την φίλην πατρίδα μας. Και τα δύο ελληνικά και ηρωικά και ένδοξα παραδείγματα εις τα υπέρ πατρίδος και πίστεως αγωνιζόμενα αδέλφια μας. Εγώ όμως ελπίζω να καταρθώσωμεν το πρώτο. Αλλά αν ο θεός αποφασίσει δι’ ημάς το δεύτερον, τι μεγαλύτερη ευτυχία από το να υπάγωμεν να εύρωμεν τον Λεωνίδα με τους τριακοσίους Σπαρτιάτες του εις τα Ηλύσια πεδία! Εγώ ο ίδιος αναδέχομαι την εκτέλεσιν του σχεδίου τούτου, αν το εγκρίνετε και αισθάνεσθε αίμα ελληνικόν εις τας φλέβας σας». 

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΚΑΙ Η ΑΘΑΝΑΣΙΑ ΤΟΥ ΗΡΩΑ.

     Η επίθεση καθορίστηκε να γίνει τα μεσάνυχτα της 8ης προς την 9η Αυγούστου.Οι Τούρκοι δεν είχαν υποπτευθεί τίποτα γιατί το μυστικό το γνώριζαν μόνο οι καπεταναίοι. Οι πολεμιστές θα πληροφορούνταν την επίθεση την τελευταία στιγμή για να μη μαθευτεί τίποτα από τους εχθρούς. Δυνατός αέρας απ’ τον Αϊ – Δημήτρη βούιζε μες τα πλατάνια και πυκνά μαύρα σύννεφα έκρυβαν τ’ ολόγιομο, αυγουστιάτικο φεγγάρι. Ιδανική νύχτα για αιφνιδιασμό. Την ορισμένη ώρα, οι Σουλιώτες με μαντίλια στο κεφάλι για να γνωρίζονται τη νύχτα, ρίχτηκαν στον εχθρό, ενώ ως την πλατεία του Καρπενησιού αντήχησε η σάλπιγγα της επίθεσης.
   Λίγες τουφεκιές έπεσαν κι αμέσως ακολούθησε μάχη σώμα με σώμα. Αλαλάζοντας οι Σουλιώτες έσυραν τα γιαταγάνια τους και χτυπούσαν με μανία τους Αρβανίτες. Έσφαζαν, λιάνιζαν το εχθρικό ασκέρι που δεν μπορούσε να καταλάβει από πού ερχόταν τούτο το θανατικό. Η σύγχυση στο εχθρικό στρατόπεδο ήταν απερίγραπτη και βαστούσε ώρες. Οι Αρβανίτες όμως κρατούσαν τις θέσεις τους με λύσσα. Δεν μπορούσαν άλλωστε να κάμουν και διαφορετικά γιατί τους χτυπούσαν από δυο μεριές. Ο Μάρκος πολεμώντας ανάμεσα στα παλικάρια του, ακράτητος και μανιωμένος, νιώθει μια σφαίρα να τον χτυπά στον βουβώνα. Αμίλητος, αγόγγυστα συνέχισε τη μάχη. Η ώρα φτάνει τρεισήμισι το πρωί. Ο Μάρκος πολεμάει στην από δω μεριά από το ποτάμι αντάμα με τον αγαπημένο του ξάδερφο, Τούσια Μπότσαρη.
Τάφος του Μάρκου Μπότσαρη, μνημείο δημιουργία του Γάλλου γλύπτη David d'Angers, Μεσολόγγι.
Τάφος του Μάρκου Μπότσαρη, μνημείο δημιουργία του Γάλλου γλύπτη David d'Angers, Μεσολόγγι.
    Οι εχθροί δεν έχουν συνέλθει ακόμα. Ξάφνου ο ήρωας διακρίνει μια μεγάλη σκηνή. Σίγουρα κάποιος μεγάλος είναι ταμπουρωμένος εκεί. Σηκώνει το κεφάλι του πάνω από τη μάντρα για να καλοδεί. Κι ο θάνατος με τη μορφή φαρμακερού βολιού τον βρίσκει στο δεξί ακρόφρυδο. Επεσε νεκρός ο ευγενέστερος και ίσως πολυτιμότερος ήρωας τής Ελληνικής επαναστάσεως, ο «Αετός τού Σουλίου», ο Μάρκο Μπότσαρης.Ο πιστός του σύντροφος, ο γιγαντόσωμος Τούσιας τον σηκώνει κρυφά για να μη δειλιάσουν οι συμπολεμιστές και τον απομακρύνει προς το Μεγάλο Χωριό. Πήρε να ξημερώνει. Η μάχη καταλάγιαζε. Η Νίκη στεφάνωνε τους Έλληνες που υποχωρούσαν συνταγμένοι.
 Μεγάλη η δόξα των ελληνικών όπλων στη μάχη του Κεφαλόβρυσου.
Τί και άν ο σχεδιασμός από τον Μάρκο της νυκτερινής επιθέσεως στο Οθωμανικό στρατόπεδο υπήρξε περίτεχνος. Τί και άν οι νεκροί, οι τραυματίες και αιχμάλωτοι Τουρκαλβανοί υπερέβησαν τους χίλιους, μεταξύ των οποίων και επιφανείς Οθωμανοί αξιωματούχοι. Τί και αν τα λάφυρα και τα όπλα που κατέσχεσαν οι Ελληνες ήσαν «άπειρα»
 Η τύχη όμως είχε κρατήσει ένα σπουδαίο λάφυρο:Το στρατηγό Μάρκο.
Μα τι μπορεί να αντισταθμίσει το χαμό του Μεγάλου Ήρωα;
Μια συνοδεία από 100 συντρόφους του, τον μετέφεραν στο Μεσολόγγι, πάνω στο άλογό του, στηριγμένο σαν να ‘χε καβαλικέψει. 
Ο Πουκεβίλ εξιστορεί ότι κατασχέθηκαν κατά την πολυθρύλητη εκείνη μάχη :«…Πεντήκοντα τέσσαρες σημαίαι…, οκτώ χιλιάδες πρόβατα ή αίγες, ίπποι δέ άνω τών χιλίων, μεγάλος αριθμός ημιόνων πεφορτωμένων εκ τριών χιλιάδων διακοσίων όπλων, επτακοσίων ζευγών πιστολίων, σκηνών, πολεμοφοδίων, αποσκευών και μέρος τού θησαυρού τού Οθωμανικού στρατού…».Τί -ακόμη- και άν η «αγέρωχη» εκείνη Τουρκαλβανική στρατιά διασκορπίστηκε τρομοκρατημένη τόσο, ώστε -από την σύγχυση που επικράτησε- οι βόρειοι Αλβανοί Γκέγκηδες αλληλοπυροβολούνταν με τους νότιους Αλβανούς Τόσκηδες, κατηγορώντας οι μεν τους δε για «προδοσία» και οι κραυγές του πανικού τους : «Χατάς», «Χατάς», «Ερδε Μάρκο Μπότσαρι», (δηλαδή : «καταστροφή», «καταστροφή», «ήρθε ο Μάρκο Μπότσαρης»…), έμειναν παροιμιώδεις. 
Μεταφέροντας τον νεκρό προς το Μεσολόγγι σταμάτησαν για λίγο στον νάρθηκα της Μονής Προυσσού όπου ευρισκόταν ο Καραϊσκάκης κατάκοιτος. Αυτός τον ασπάστηκε λέγοντας:"Άμποτε ήρωα Μάρκο, κι’ εγώ από τέτοιο θάνατο να πάω".
   Ο νεκρός μεταφέρθηκε στο Μεσολόγγι με θριαμβική πομπή που περιγράφει ο Πουκεβίλ. Του θριάμβου προηγούνταν Τούρκοι αιχμάλωτοι, ακολουθούσαν οι αιχμαλωτισμένοι ίπποι των αξιωματικών με πολύτιμα επισάγματα και πενήντα τέσσερεις σημαίες των εχθρών. Ο νεκρός Μάρκος ήταν καλυμμένος με κυανή χλαμύδα. Ακολουθούσαν τα λάφυρα που ήταν ζώα, όπλα, σκηνές, πολεμοφόδια και άλλα στρατιωτικά εφόδια και το ταμείο των εχθρών.
 Η επικήδεια τελετή έγινε στον ναό Αγίου Νικολάου των προμαχώνων.
 Η ίδια στρατιά(του «Μουσταή» Πασά της Σκόδρας )μετά την μάχη στο Κεφαλόβρυσο πολιόρκησε αργότερα δίχως επιτυχία το Αιτωλικό με τη σύμπραξη του Ομέρ Βρυώνη αλλά αναγκάστηκε να επιστρέψει επειδή αποδεκατίστηκε από επιδημίες .

 Ο απόηχος απο τον  θάνατό του

     Ο Μάρκος υπήρξε παροιμιωδώς ολιγόλογος και σεμνός άνδρας, λιτός στήν εμφάνιση και ελάχιστα κοινωνικός, λατρεύονταν τόσο από τους συμπολεμιστές του όσο και από τον απλό λαό, που έβλεπε σ’ αυτόν και τους ατρόμητους Σουλιώτες του την ενσάρκωση των ανίκητων αρχαίων Ελλήνων πολεμιστών που μάχονταν όπως και εκείνοι, «υπέρ βωμών και εστιών».
Ο Γάλλος Πουκεβίλ, στο μνημειώδες συγγραφικό έργο του, «Η Ιστορία τής Ελληνικής Επαναστάσεως», επικεντρώνεται σε μία ακόμη αρετή του χαρακτήρα του Μάρκου Μπότσαρη, την ξεχωριστή ανιδιοτέλειά του, προσόν σπάνιο για ηγέτη, όχι μόνο για την εποχή πού περιγράφουμε αλλά και πάντοτε. (…) Εγραψε τότε ο Πουκεβίλ :«Μεγάλην δε αίσθησιν παρήγαγε λόγος τις αυτού περί καταφρονήσεως τού πλούτου και περί τού προς τήν πατρίδα έρωτος, όν διερχόμενος εκ Μεσολογγίου, απήγγειλεν ενώπιον τής Συνελεύσεως τών Ελλήνων τής Δυτικής Ελλάδος, συνεδριαζόντων εν τή πόλει ταύτη…».

Το μεγαλείο της άδολης ψυχής του Μάρκου αναδείχτηκε όταν, παίρνοντας  την πρωτοβουλία να συμφιλιωθεί με τον οπλαρχηγό τού Ραδοβυζίου Γώγο Μπακόλα (ηθικό αυτουργό της δολοφονίας του πατέρα του, Κίτσου Μπότσαρη), επέτυχε με  την χειρονομία του αυτή την ενότητα των επαναστατικών Ελληνικών στρατευμάτων που είχαν συγκεντρωθεί τον Μάϊο 1822, στο Κομπότι της Αρτας.(Πρόκειται για την ατυχή εκστρατεία πού διοργάνωσε ο αδαής περί τα στρατιωτικά Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος και η οποία, δυστυχώς κατέληξε, την 4η Ιουλίου 1822, στήν μεγάλη ήττα των Ελλήνων, στο χωριό Πέτα της Αρτας και την εξόντωση του σώματος των Φιλελλήνων…)Αλλά και μεταξύ των λοιπών αρχηγικών προσωπικοτήτων της Επαναστάσεως, ο Μάρκος απολάμβανε απεριόριστης εκτιμήσεως και συμπαθείας.
Ο αρειμάνιος και πολυμήχανος Οδυσσέας Ανδρούτσος αγαπούσε και σέβονταν ιδιαίτερα τον νεώτερό του Μάρκο Μπότσαρη, πρώτος δε είχε εισηγηθεί προς την Επαναστατική Κυβέρνηση την ανάθεση σ’ εκείνον τής αρχιστρατηγίας για την Δυτική Ελλάδα.
Είναι επίσης γνωστός ο σεβασμός για τον Μάρκο, του  Γεωργίου Καραϊσκάκη -σε πολλές μάχες συμπολεμιστή του- και η κρίση του γι’ αυτόν :
«Ο Μάρκος ήταν τρανός. Είχε νού πού δέν είχε άλλος. Είχε καρδιά λιονταριού και γνώμη δίκαιη σάν τού Χριστού. Εμείς όλοι ούτε στό δάχτυλό του δέν φθάνουμε…»Κυρίως όμως, έμεινε στήν ιστορία ο θρήνος τού -ανήμπορου από τήν φυματίωση- Καραϊσκάκη επάνω στό άψυχο κορμί τού Μάρκου, στό Μοναστήρι τού  Προυσσού και η σπαρακτική οιμωγή του :«Ωρέ, σάν τόν Μάρκο ήρωα γυιό, μάνα δέν ματαγεννάει…».
Θ. Κολοκοτρώνης: Σαν τον Μάρκο δεν θα ματαγεννήσει η πατρίδα  .Ακόμη είναι γνωστή και η εκτίμηση τού (κατά είκοσι χρόνια μεγαλυτέρου του), Θεόδωρου Κολοκοτρώνη ο οποίος, θαυμάζοντας το ήθος και την ηγετική αξία τού Μάρκου, έγινε (με «τελετουργική» επισημότητα και παρουσία επωνύμων Πελοποννήσιων οπλαρχηγών), «μπουραζέρης» του, δηλαδή «αδελφοποιητός» του, την 28η Μαϊου 1822.
 Μουσταή Πασάς της Σκόδρας, αρχηγός των Τούρκων στο Κεφαλόβρυσο: Ε, ορέ Μάρκο! Ήθελα να είχα την παλικαριά σου.
  Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος: Ήταν αρνί με λιονταριού καρδιά! 
 Διον. Κόκκινος: Λάμπει από αρετή κι από ηρωισμό. 
 Διακήρυξη του Εκτελεστικού (Πρόεδρος ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης): «Έλληνες! Ιδού φίλτατοι Έλληνες, ιδού και άλλος Λεωνίδας εις τον αιώνα μας..!». 
Είναι επίσης καταγεγραμμένη στά ιστορικά γεγονότα τής εποχής, η «πρόβλεψη» του πολύπειρου Αλή-Πασά για τον Μάρκο σε πολύ νεαρή ηλικία :«Εκειός εκεί ο σιωπηλός θά φάει πολλή Τουρκιά…»)
    
    Ο Αθανάσιος Ψαλίδας, από τους σημαντικούς λογίους της εποχής και ενθουσιώδης υμνητής της Επαναστάσεως τού 1821, σε επιστολή του από την Κέρκυρα προς τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, με ημερομηνία την 18.01.1824, έγραφε για  τον Μάρκο :
«Τήν δόξαν τού Μάρκου Μπότσαρη, τού ήρωος, όπου όχι μόνον έγινε ξακουστός εις όλην τήν Ευρώπην αλλά και όλαι αι αρχόντισσες τής  Αγγλίας και τής Φράντζας (Γαλλίας), τόν φορούν κρεμασμένον μέ χρυσήν άλυσσο στά στήθη τους ως εγκόλπιον, όπού κανένας στρατηγός ακόμη  δέν τό αξιώθηκε και οι σοφοί Γάλλοι και Αγγλοι ραψωδούν» ( Β.Κραψίτη, «Σουλιωτικά Ανάλεκτα», Εκδ.1971)
Η απώλεια τού Μάρκου για τους Ελληνες δεν (θα) αναπληρώνονταν…Όπως ήταν επόμενο, οι Τούρκοι πανηγύρισαν έξαλλα στο άκουσμά της, ο δε Σουλτάνος Μαχμούτ πρόσταξε να κανονιοβολήσουν χαρμόσυνα σε όλα τα Τουρκικά κάστρα των Βαλκανίων και να διακηρυχθεί ο θάνατoς του «ασυγκράτητου» Μάρκου, στα τζαμιά από τους «Μουεζίνηδες», σ’ ολόκληρη την απέραντη Οθωμανική Αυτοκρατορία !!!Αντιστοίχως, ο θρήνος των Ελλήνων για τον απροσδόκητο χαμό του δεν είχε προηγούμενο στην νεώτερη ιστορία μας, αφού ο Ελληνικός λαός, με το αλάνθαστο αισθητήριο των απλών ανθρώπων, διέγνωσε το μέγεθος της απωλείας και τον θρήνησε «πάνδημα», υμνώντας τον με δεκάδες δημοτικά τραγούδια, όσα δεν αφιερώθηκαν σε κανέναν άλλον ήρωά μας.Οι μετέπειτα περιπέτειες, οι εμφύλιες έριδες και τα πολεμικά ατυχήματα που υπέστησαν οι Ελληνες μέχρι το τέλος της επαναστάσεως, αναδείκνυαν σε κάθε περίπτωση την απουσία και την έλλειψη εκείνου του ανεπανάληπτου στρατιωτικού ηγέτη, τον οποίο -επί πλέον- «κοσμούσαν» τόσο σπάνιες αρετές χαρακτήρος.
Ομως, ακόμη και αυτός ο ένδοξος θάνατός του, ωφέλησε ανυπολόγιστα την υπόθεση της Ελληνικής παλιγγενεσίας διότι συγκλόνισε την ανθρωπότητα που παρακολουθούσε -με «κομμένη την ανάσα»- την άνιση πάλη των εξεγερμένων Ελλήνων με την παρηκμασμένη αλλά κραταιά Τουρκική Αυτοκρατορία.
Αλλωστε, στην Ιταλία είχε ήδη στείλει ο Μάρκος προς φύλαξη την πολύπαθη οικογένειά του (αιχμάλωτη από τούς Τούρκους για ένα περίπου έτος και μόλις απελευθερωμένη μετά από ανταλλαγές αιχμαλώτων/ομήρων), προκειμένου να είναι απερίσπαστος στις πολεμικές επιχειρήσεις.
Εκείνη η πολεμική εποποιία, στην οποία πρωταγωνιστούσε επί τρία ολόκληρα χρόνια η εμβληματική φυσιογνωμία του Μάρκου Μπότσαρη, «έθρεψε» τα φιλελληνικά αισθήματα των Ευρωπαίων και Αμερικανών, εδραιώνοντας την πεποίθηση ότι, οι επαναστατημένοι Ελληνες ήσαν άξιοι των προγόνων τους, άξιοι της ελευθερίας, άξιοι του παγκόσμιου ενδιαφέροντος για τον -«υπέρ  βωμών και εστιών»- θαρραλέο αλλά και απεγνωσμένο αγώνα τους.  
Παράλληλα, από τες δεκάδες των Ευρωπαϊκών προσωπικοτήτων που αφιέρωσαν στον Μάρκο Μπότσαρη την κρίση, τον θαυμασμό και τα έργα τους, θα επισημάνουμε τον γνωστό Γάλλο συγγραφέα Auguste Fabre ο οποίος έγραψε τα ακόλουθα :
«Ο Μάρκος Μπότσαρης εδείχθη ο άξιος αντιπρόσωπος όλης τής αρχαίας Ελλάδος, συνενώνων τάς αρετάς τών σοφών της και τήν έμπνευσιν τών ποιητών  της  μέ  τούς ηρωϊσμούς τών ημιθέων της ..
Διάσημοι ζωγράφοι, όπως ο Εugene Delacroix, ο Marsiglio, o Deveria, o Dereuville, αποθανατίζουν την μορφή του Μάρκου σε πασίγνωστα ακόμη και σήμερα έργα τους, μεγάλοι γλύπτες όπως ο David d’ Angers εμπνέονται από αυτόν και οι φιλέλληνες Γάλλοι τον τιμούν δίνοντας το όνομά του σε μεγάλη οδό των Παρισίων, την «RUE BOTZARIS»(!!!) (Η ονομασία της διατηρείται μέχρι σήμερα και είναι η μόνη οδός στο Παρίσι που  είναι αφιερωμένη σε Ελληνα των νεωτέρων χρόνων, καταλήγει δέ στο πάρκο «Buttes Chaumont».
Πλησίον της βρίσκεται ο σταθμός «Botzaris» τού μητροπολιτικού σιδηροδρόμου, το μεγάλο εμπορικό κέντρο «Gallerie Botzaris», το ταχυδρομείο «Post Botzaris» καθώς και το μέγαρο τού τηλεφωνικού κέντρου «Βοtzaris», της περιφέρειας αυτής των Παρισίων...)
σταθμός του μετρό του Παρισιού (σταθμός Botzaris)
σταθμός του μετρό του Παρισιού (σταθμός Botzaris)
Ο Βίκτωρ Ουγκώ, Γάλλος συγγραφέας παγκόσμιας αξίας και σημασίας, χαρακτήρισε τον Μάρκο, ως τον«Λεωνίδα τής νεώτερης Ελλάδος» και τον αναφέρει σε ιδιαίτερο κεφάλαιο τού κορυφαίου έργου του, των πασίγνωστων «Αθλίων», ενώ (όπως  αναφέρει ο βιογράφος του, Καθηγητής Roger Milliex)«Υπάρχει στόν Ουγκώ ένας ολόκληρος κύκλος συγγραφών για τον Μπότσαρη, συνεχής και αδιάσπαστος, από το 1852 μέχρι το 1870...» Γι’ αυτόν, οι τέσσερις κορυφαίοι παγκόσμιοι ήρωες των νεωτέρων   χρόνων υπήρξαν : o Σιμόν Μπολιβάρ, ο Γεώργιος Ουάσιγκτων, ο Θαδαίος  Κοσιούσκο  και  ο  Μάρκος  Μπότσαρης…».
(Διευκρινίζουμε ότι, οι τρεις πρώτοι είναι οι εθνικοί ήρωες των χωρών τής Νοτίου Αμερικής, των Ηνωμένων Πολιτειών και τής Πολωνίας, αντίστοιχα.)
Ιστορείται ακόμη ότι, ο περίφημος Λόρδος Βύρων, διάσημος Αγγλος ποιητής και διανοούμενος, επεδίωξε και καθιέρωσε αλληλογραφία του με τον Μάρκο Μπότσαρη, πιθανότατα δέ εξ’ αιτίας αυτής της εγκάρδιας επικοινωνίας τους, πείστηκε να έλθει ένθερμος αρωγός στην επαναστατημένη Ελλάδα, όπως επίσημα τον προσκάλεσε ο Μάρκος, διαβλέποντας τα πολλαπλά οφέλη από την συμβολή στήν Επανάσταση μιάς τέτοιας διεθνούς προσωπικότητος
Να μη θεωρηθεί υπερβολή , με δεδομένη τη διαφορετικότητά τους, ο Μάρκος Μπότσαρης συγκίνησε τον κόσμο περίπου όπως ο Τσε Γκεβάρα στους δικούς μας καιρούς.
 Ο Μπότσαρης είχε τα κότσια να πολεμήσει μόνος του  έναν ολόκληρο στρατό . Εκείνο όμως που έχει μεγάλη σημασία, είναι ότι αυτός ο μεγάλος αγωνιστής βαθιά μέσα του είχε ήδη πάρει την απόφαση να αυτοθυσιαστεί πρώτος από όλους τους καπετάνιους και ίσως με αυτό τον τρόπο ήθελε να παραδειγματίσει και τους υπόλοιπους να συνεχίσουν τον αγώνα μέχρι την τελική νίκη. Γιατί όταν εξορμάς με 350 μέσα σε 5000 αψηφάς τα πάντα και το ξέρεις!!!!
 Μεταξύ των άλλων ο Δ. Σολωμός έγραψε ποίημα όπου παρομοιάζει την συρροή των Ελλήνων στην κηδεία του Μπότσαρη με την συρροή των Τρώων στην ταφή του Έκτορα.Για τον θάνατο του Μπότσαρη γράφηκαν πολλά έντεχνα ποιήματα και δημοτικά τραγούδια. 
«Ο Bάλτος επροσκύνησε και όλο το Ξηρομέρος,
το Μεσολόγγι το μικρό, αυτό δεν προσκυνάει,
γιατί ‘ναι ο Μάρκο Μπότσαρης, με τα Σουλιωτοπαίδια…..

Κι ο γερο-Νότης κάθονταν στου Μάρκου το κεφάλι
 κι όλο του Μάρκου ν' έλεγε κι όλο του Μάρκου λέει: 
 -Για σήκω απάνω Μάρκο μου, και μη βαριοκοιμάσαι...............

Ο  ποιητής Κωστής Παλαμάς εμπνεύστηκε από το θαυμάσιο γλυπτό της «Ελληνοπούλας» το ποίημά του «Η παιδούλα στον τάφο του Μπότσαρη». Βλέποντας στο έργο του Δαβίδ τη μικρή Κόρη γυρτή να διαβάζει, ακουμπώντας στην πλάκα του τάφου το δάχτυλό της, γράφει:
Μελετάει τα λαμπρά παλικάρια 
και στην πλάκα του τάφου αλαφρόγυρτη 
για κοντύλι κρατώντας αϊτόφτερο, 
γράφει απάνω στο μνήμα σου, Μπότσαρη, 
με μια λέξη τον ύμνο σου: Δόξα!.


ΠΗΓΕΣ.
CF%84%CF%83%CE%B1%CF%81%CE%B7%CF%82

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου